- αινιγματικός
- η , ό[ν] загадочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αινιγματικός — ή, ό (Μ αἰνιγματικός) όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα. ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα] … Dictionary of Greek
αινιγματικός — ή, ό αυτός που είναι σκοτεινός σαν αίνιγμα: Αυτός ήταν πάντα τύπος αινιγματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰνιγματικῶν — αἰνιγματικός in riddles fem gen pl αἰνιγματικός in riddles masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγματική — αἰνιγματικός in riddles fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγματικῶς — αἰνιγματικός in riddles adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφατον — ἔμφατον, το (Μ) λόγος αινιγματικός, υπαινικτικός («ἔμφατον αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αινιγματίας — ο (Α αἰνιγματίας) [αἴνιγμα] αυτός που μιλά με αινίγματα, ασαφής, αινιγματικός … Dictionary of Greek
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
αινικτός — αἰνικτός, ή, όν (Α) [αἰνίσσομαι] αινιγματικός, αινιγματώδης … Dictionary of Greek
γριφώδης — ες (AM γριφώδης, ες) [γρίφος] 1. όμοιος με γρίφο, αινιγματικός νεοελλ. γεμάτος γρίφους, με ασαφή σημεία … Dictionary of Greek